- Φιλοκράτους
- Φιλοκράτηςmasc gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοκράτειος — ον, Α [Φιλοκράτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Φιλοκράτη, Αθηναίο πολιτικό 2. φρ. «Φιλοκράτειος ειρήνη» ειρήνη τών Αθηναίων με τον Φίλιππο Β μετά από ενέργειες τού Φιλοκράτους … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λαυρίου — Η σημερινή έκθεση των ευρημάτων της Λαυρεωτικής που στεγάζεται στο μουσείο εγκαινιάστηκε στο ανακαινισμένο κτίριο (οδός Α. Κορδέλλα) του 1970 τον Oκτώβριο του 1999. Στον προθάλαμο, στο μεγάλο αίθριο και στις δύο αίθουσες αυτού του μικρού μουσείου … Dictionary of Greek